υπεκλείπω Search Google

From LSJ

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124

Greek Monolingual

Α ἐκλείπω
εξασθενώ, φθίνω, σβήνω βαθμιαία («σφυγμὸς ἀνώμαλος καὶ ἄτακτος καὶ ὑπεκλείπων», Γαλ.).