υπεκχέω

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

Α
1. αναβλύζω, ξεπηδώ («τὸ δὲ ὑπεξέχυτ' αὐτίκα δάκρυ», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. απαλλάσσομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκχέω «χύνω έξω»].