υπεκχέω

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

Α
1. αναβλύζω, ξεπηδώ («τὸ δὲ ὑπεξέχυτ' αὐτίκα δάκρυ», Απολλ. Ρόδ.)
2. μτφ. απαλλάσσομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκχέω «χύνω έξω»].