υπελαύνω

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544

Greek Monolingual

Α
(σχετικά με ίππο) οδηγώ προς τα κάτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐλαύνω «προχωρώ, οδηγώ, κινώ, πλέω»].