υπεξαντλώ

From LSJ

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source

Greek Monolingual

-έω, Α ἐξαντλῶ
αντλώ από κάτω, από το βάθος («κακῶν... κῡμ' ὑπεξαντλῶν φρενί», Ευρ.).