υπεπιμόριος
From LSJ
Greek Monolingual
και ὑποεπιμόριος, -ον, Α
(για αριθμό) αντίστροφος του ἐπιμόριος, που παριστάνεται με το κλάσμα x/x-1 ως αντίστροφο του x-1/x.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐπιμόριος «αριθμός που περιέχει ένα ακέραιο κλάσμα με αριθμητή τη μονάδα»].