υπερέκκειμαι

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

Α
πιθ. βρίσκομαι πιο πάνω από τους άλλους, προεξέχω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω, προβάλλω, προεξέχω»].