ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered
Απιθ. βρίσκομαι πιο πάνω από τους άλλους, προεξέχω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἔκκειμαι «βρίσκομαι έξω, προβάλλω, προεξέχω»].