υπερεκπλήσσω

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

Α
1. εκπλήσσω υπερβολικά, τρομάζω κάποιον
2. (αμτβ.) εκπλήσσομαι υπερβολικά, μένω κατάπληκτος.