ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
Α1. εκπλήσσω υπερβολικά, τρομάζω κάποιον2. (αμτβ.) εκπλήσσομαι υπερβολικά, μένω κατάπληκτος.