τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶν → seeing that there would be none to hinder him
-ον, Ααυτός που βρίσκεται πάνω από τις νεφέλες, ύπερνεφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. συννέφελος, ὑπονέφελος].