υπερνέφελος

From LSJ

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βρίσκεται πάνω από τις νεφέλες, ύπερνεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. συννέφελος, ὑπονέφελος].