υπευθυνότητα
From LSJ
Μηδέν ποτε κοινοῦ τῇ γυναικὶ χρήσιμον → Utile communicato mulieri nihil → Nie teile etwas Wertvolles mit deiner Frau
Greek Monolingual
η, Ν υπεύθυνος
1. το να ενεργεί κανείς υπεύθυνα, με αίσθημα ευθύνης, το να έχει επίγνωση τών ευθυνών του («κάνει τη δουλειά του με υπευθυνότητα»)
2. το να έχει κανείς την ευθύνη για τη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, να έχει τη διοίκηση σε έναν τομέα («έχει την υπευθυνότητα διευθυντή του υπουργείου»).