υποβόσκω

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

ὑποβόσκω ΝΑ
νεοελλ.
αναπτύσσομαι κάτω από κάτι, δυναμώνω, ενισχύομαι χωρίς να φαίνομαι (α. «η φωτιά υπέβοσκε τρεις μέρες και με τον άνεμο επεκτάθηκε» β. «υποβόσκει εθνική κρίση»)
αρχ.
μέσ. ὑποβόσκομαι
κατατρώγωσάρκα... ὑποβόσκεται ὕδρης ἰός», Νίκ.).