υποκατακλώ

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source

Greek Monolingual

-άω, Α
(συν. παθ.) ὑποκατακλῶμαι, -άομαι
σπάζω ή λυγίζω αποκάτω ή σιγά σιγά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κατακλῶ «σπάζω, συντρίβω»].