υποκλώ

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
μτφ. κάμπτω, λυγίζω λίγο («τὰς ψυχὰς ὑποκλωμένους», Ιώσ.)
αρχ.
1. θραύω, σπάζω από κάτω
2. (στην χειρομαντεία) περιβάλλω, περικλείω με καμπύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κλῶ «σπάζω»].