υποκρέκω
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
ΜΑ
μτφ. εναρμονίζομαι, προσαρμόζομαι
αρχ.
1. (μτβ.) (σχετικά με μουσικό όργανο) κρούω ήρεμα τη χορδή
2. (αμτβ.) (για έγχορδο όργανο) βγάζω χαμηλό ήχο
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑποκρέκειν
ἐπὶ τῶν ἵππων πορεία τις, τρόπος, βῆμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κρέκω «πλήττω, κρούω, χτυπώ τις χορδές μουσικού οργάνου με πλήκτρο, παίζω όργανο»].