ὑπομνηματισμός
πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι → it often proves harder to keep than to win prosperity | it is often harder for men to keep the good they have, than it was to obtain it
English (LSJ)
ὁ,
A memorandum, of a shopping list, PFreib.ap.Wilcken ad UPZ62.12 (Ptolemaic); minute, Plb.23.2.4, 25.4.5; royal decree, OGI262.3 (Baetocaece); στρατηγοῦ (in Roman Egypt) his official diary, in plural, Sammelb.7404 ii 31 (ii A. D.), Wilcken Chr.41i1, iv 1, VI (iii A. D.); of other officials, e.g. ἐπιστρατήγου PSI10.1100.1 (ii A. D.); ἀναγραφὴ ὑπομνηματισμῶν list (register) of records, PLips.123.2 (ii A. D.); a decree of the Areopagus, because these were kept as written records, Cic.Fam.13.1.5, Att.5.11.6, IG 22.3952,4012, 42(1).83.18 (Epid., i A. D.), SIG1008.2 (Eleusis, iii A. D.).
b note-taking, Ath.Med. ap. Orib.inc.21.6.
2 = ὑπόμνημα ΙΙ.3, memoirs, annals, Plb.2.40.4; treatise, Phld.Rh.1.120 S., al., Stob.2.7.5, etc.
3 commentary on an author, Eust.746.29.
German (Pape)
[Seite 1226] ὁ, 1) das Aufschreiben, bes. geschichtlicher Memoiren, Pol. 2, 40, 4. 24, 2,4. Im plur. bes. Erklärungsschrift über einen Schriftsteller, Commentar, D. Hal., Eustath. u. a. Gramm. – 2) ein Beschluß des Areopags, weil diese schriftlich aufgezeichnet wurden, Cic. famil. 13, 1 Att. 5, 11.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
décision enregistrée, particul. décision judiciaire de l'Aréopage.
Étymologie: ὑπομνηματίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπομνημᾰτισμός: ὁ
1 записи, летопись Polyb.;
2 письменное решение Ареопага Cic.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομνημᾰτισμός: ὁ, σημείωσις, ὑπόμνημα, Πολύβ. 24. 2, 4., 26. 7, 5, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474. 16· - ἀπόφασις τοῦ Ἀρείου Πάγου, ἐπειδὴ αἱ ἀποφάσεις αὗται ἦσαν γραπταὶ ἢ ἐτηροῦντο γραπταί, Κικ. Fam. 13. 1, 5, πρὸς Ἀττ. 5. 11, 6. 2) = ὑπόμνημα, ΙΙ. 3, ἀπομνημονεύματα, χρονικά, Πολύβ. 2. 40, 4· φιλολογικὰ ὑπομνήματα, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 90, κλπ. 3) σχόλια ἑρμηνευτικὰ εἰς συγγραφέα, Εὐστ. 746. 30.
Greek Monolingual
ο / ὑπομνηματισμός, ΝΜΑ ὑπομνηματίζω, -ομαι]]
νεοελλ.-μσν.
συγγραφή ερμηνευτικών σχολίων σε κείμενα, σχολιασμός
αρχ.
1. γραπτό σημείωμα, υπόμνημα
2. κάθε έγγραφο στο οποίο αναφέρεται κάτι
3. γραπτή απόφαση βασιλιά
4. γραπτή απόφαση του Αρείου Πάγου
5. στον πληθ. οἱ ὑπομνηματισμοί
α) καταχώριση γεγονότων σε επίσημο έγγραφο, σύνταξη πρακτικών
β) απομνημονεύματα
γ) πραγματείες
δ) (γενικά) καταγραφή σημειώσεων.
Translations
decree
Arabic: أَمْر, مَرْسُوم; Armenian: պատգամ; Old Armenian: հրովարտակ; Azerbaijani: göstəriş, fərman, dekret; Bashkir: фарман; Belarusian: указ, дэкрэт, пастанова; Bulgarian: декрет, указ; Chinese Mandarin: 法令, 上諭, 上谕, 詔書, 诏书; Czech: dekret; Danish: dekret, forordning; Esperanto: dekreto; Finnish: asetus, määräys, dekreetti; French: décret; Galician: decreto; Georgian: ბრძანებულება; German: Erlass, Dekret, Verordnung; Gothic: 𐌲𐌰𐌲𐍂𐌴𐍆𐍄𐍃; Ancient Greek: ἅδος, ἀκρίβασμα, ἁλίασμα, ἀξίωμα, βόλλα, βουλή, βωλά, δέκρετον, δέσποσμα, διαβούλιον, διαγνώμη, διάταξις, δικαίωμα, δόγμα, ἐπίκριμα, ἦδος, θέσπισμα, κατάστασις, κρίμα, κρῖμα, ὁρισμός, πρόσταγμα, ῥήτρα, σύγκριμα, σύνεσις, συντομή, ὑπομνηματισμός, χρηματισμός, ψᾶφαξ, ψάφιγμα, ψᾶφος, ψήφισμα, ψῆφος, ψηφοφορία; Hindi: न्यायिक आदेश, आज्ञा, डिक्री; Hungarian: rendelet, dekrétum; Indonesian: dekret, titah; Irish: acht; Italian: decreto, ordinanza; Japanese: 命令, 詔書, 詔勅; Korean: 법령(法令), 칙령(勅令); Latin: edictum, decretum, iussio; Macedonian: декрет; Malay: dekri; Norwegian Bokmål: forordning; Nynorsk: forordning; Persian: فرمان; Polish: dekret; Portuguese: decreto; Romanian: decret; Russian: указ, декрет, постановление; Slovak: dekrét; Spanish: decreto; Swedish: dekret, förordning; Turkish: genelge, sirküler, kararname; Ukrainian: указ, декрет, постанова; Zazaki: qanunname, ferman