υποναύαρχος
From LSJ
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
Greek Monolingual
ο, Ν
βαθμός ανώτατου αξιωματικού του ναυτικού μεταξύ του πλοιάρχου και του αντιναυάρχου, αντίστοιχος με τον βαθμό του υποστρατήγου του στρατού ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].