υποναύαρχος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

ο, Ν
βαθμός ανώτατου αξιωματικού του ναυτικού μεταξύ του πλοιάρχου και του αντιναυάρχου, αντίστοιχος με τον βαθμό του υποστρατήγου του στρατού ξηράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ναύαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν του Αγγ. Βλάχου].