υποπράσινος
From LSJ
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
-η, -ο, Ν
κάπως πράσινος, πρασινωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + πράσινος. Η λ. μαρτυρείται από το 1817 στο περιοδικό Ερμής οΛόγιος].