υποστήλωμα
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
Greek Monolingual
-ώματος, τὸ, Α
στύλος που τίθεται ως υποστήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + στήλωμα «στήλη»].