ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal
-ον,και ως ουσ. ὑπόζυγος, ὁ, Α1. ως επίθ. υποζύγιος («ὑπόζυγος γὰρ ὁ μόσχος», Ιουστ.)2. ως ουσ. ο υπεζωκότας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ἐπίζυγος, σύζυγος].