ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head
-ον, Α(για δέντρα) γεμάτος καρπούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (Ι), πρβλ. ἔγκαρπος].