υπόκαρπος

From LSJ

ὀδύνη λάζεται τὸν ἐγκέφαλον → pain seizes the brain, pain attacks the head

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δέντρα) γεμάτος καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (Ι), πρβλ. ἔγκαρπος].