Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

υπόκαρπος

From LSJ

Ῥᾷον βίον ζῇς, ἢν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Vivas facilius, coniugem si non alas → Dann lebst du leichter, wenn du keine Frau ernährst

Menander, Monostichoi, 468

Greek Monolingual

-ον, Α
(για δέντρα) γεμάτος καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + καρπός (Ι), πρβλ. ἔγκαρπος].