ἔγκαρπος
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
English (LSJ)
ἔγκαρπον,
A containing fruit, κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός S.OT25; fruitful, σπέρματα Pl.Phdr.276b; of soil, Thphr. CP 2.4.2; γᾶν ἔγκαρπον φέρειν = may the earth bear produce, SIG526.41 (Crete); δένδρα Plu.2.2e; τέλη ἔγκαρπα tithe of produce, S.Tr.238: metaph., χρήσιμον καὶ ἔγκαρπον = fruitful, Plu.2.776b, cf. Luc.Merc.Cond.39 (Sup.). Adv. ἐγκάρπως = at harvest time, διακεῖσθαι Aen.Tact.7.1.
II ἔγκαρπα, τά, festoons of fruit on friezes or the capitals of columns, Lat. encarpa, Vitr.4.1.7.
2 ἔγκαρπα or ἔγκαρτα = τοὺς κεκουρευμένους πυρούς, Phryn. Trag.4 (ap.Hsch.).
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: inscr. y pap. graf. ἐνκ-
I 1que contiene el fruto κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός S.OT 25
•cargado de fruto κλωνίον δάφνης ἐγκάρπου D.C.48.52.3
•de una mujer embarazada Anon. en Sud.
2 que produce fruto, fértil σπέρματα Pl.Phdr.276b, de suelos, Thphr.CP 2.4.2, τοῖς δ' ε[ὐ] ορκέοσι ... γᾶν ἔνκαρπο[ν] φ[έρ] ειν ICr.3.4.8.41 (Itanos III a.C.), νῆσος Polyaen.3.10.9, δένδρα ... ἔγκαρπα ... καὶ τελεσφόρα Plu.2.2e, ξύλον LXX Ie.38.12, φοῖνιξ PFlor.369.13 (II d.C.), cf. SB 13850.13 (II d.C.), Vett.Val.332.5, PHamb.68.7 (VI d.C.)
•fig. fructífero, provechoso τὸ ἐγκαρπότατον τῆς ἡλικίας Luc.Merc.Cond.39, φιλίαν ... χρήσιμον καὶ ἔγκαρπον Plu.2.776b.
3 que consiste en frutos τέλη ἔγκαρπα S.Tr.238.
II subst.
1 τὰ ἔγκαρπα = cosechas Aen.Tact.8.4.
2 arq., lat. encarpa, decoración de frutos en los frisos o en los capiteles de las columnas, Vitr.4.1.7.
III adv. ἐγκάρπως = en época de recolección ἐγκάρπως διακεῖσθαι Aen.Tact.7.1.
German (Pape)
[Seite 705] mit Früchten versehen, Frucht tragend; πόλις φθίνουσα κάλυξιν ἐγκάρποις χθονός Soph. O. R. 25, Schol. σὺν τοῖς βλαστήμασιν; Trach. 237 wird τέλη ἔγκαρπα erkl. θυμιάμα τα τὰ ἀπὸ ἀνθῶν ἢ καρπῶν, nach Valk. Diatr. 144 Einkommen von Fruchthainen; σπέρματα Plat. Phaedr. 276 b; von Pflanzen, Theophr. u. Sp.; übertr., φιλία ἔγκ. καὶ χρήσιμος Plut. philos. esse cum princ. 1; – a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui contient ou porte des fruits ; fig. fructueux, fécond;
2 qui consiste en fruits : τέλη ἔγκαρπα SOPH offrande de fruits à un dieu.
Étymologie: ἐν, καρπός.
Russian (Dvoretsky)
ἔγκαρπος:
1 плодоносный (κάλυκες Soph.; σπέρματα Plat.; δένδρα Plut.);
2 плодотворный (φιλία Plut.);
3 состоящий из плодов (τέλη Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔγκαρπος: -ον, ὁ περιέχων καρπόν, κάλυξιν ἐγκάρποις χθονὸς Σοφ. Ο. Τ. 25· καρποφόρος, σπέρματα Πλάτ. Φαῖδρ. 276Β· τὸ τέλη ἔγκαρπα ἐν Σοφ. Τρ. 238, πιθ. σημαίνει πολλοστόν τι μέρος ἢ δέκατον τῆς παραγωγῆς ἢ τοῦ καρποῦ τοῦ τεμένους πληρωτέον εἰς τὸν Δία, πρβλ. στίχ. 754 καὶ ἴδε σημείωσιν Jebb ἐν τόπῳ. 2) καρποφόρος, χρήσιμος, Πλούτ. 776Β. ΙΙ. ἔγκαρπα, τά, συμπλέγματα ἢ στέφανοι ἐκ καρπῶν, ἐπὶ τῶν ζῳοφόρων ἢ τῶν κιονοκράνων, Λατ. encarpa, Βιτρούβ. 4. 1.
Greek Monolingual
-ο (AM ἔγκαρπος, -ον)
1. αυτός που περιέχει καρπό
2. το ουδ. ως ουσ. το έγκαρπο (Α τὰ ἔγκαρπα)
είδος διακοσμήσεως με καρπούς και φύλλα, γιρλάντα
νεοελλ.
είδος τελειώματος σε ύφασμα, φεστόνι
αρχ.
1. προϊόν, καρπός
2. μέρος ή το δέκατο της παραγωγής του τεμένους που αφιερώνεται στον Δία
3. καρποφόρος, χρήσιμος.
Greek Monotonic
ἔγκαρπος: -ον, αυτός που περιέχει καρπό, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἔγ-καρπος, ον
containing fruit, Soph.
Translations
fruitful
Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний
fertile
Arabic: خَصِب; Asturian: fértil; Azerbaijani: münbit, məhsuldar, bərəkətli; Basque: emankor; Breton: strujus; Bulgarian: плодороден; Catalan: fèrtil; Chinese Mandarin: 肥沃; Czech: úrodný; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Finnish: viljava, hedelmällinen; French: fertile; Galician: fértil; Georgian: ნოყიერი; German: fruchtbar, geil; Ancient Greek: γόνιμος; Hindi: उपजाऊ; Hungarian: termékeny; Ido: fertila; Indonesian: subur; Irish: torthúil, méiniúil, arúil, méith; Japanese: 肥沃な; Korean: 걸다, 비옥(肥沃)하다; Kurdish Central Kurdish: بەپیت; Latin: ferax, fecundus, fertilis; Latvian: auglīgs, ražīgs; Lithuanian: derlingas; Malay: subur; Maori: haumako, mōmona; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Old English: wæstmbǣre; Persian: حاصلخیز; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: żyzny; Portuguese: fértil; Russian: плодородный; Slovene: ploden, plodovit; Spanish: fértil, feraz; Swedish: bördig; Thai: อุดมสมบูรณ์, อุดม, สมบูรณ์; Turkish: verimli, bitek, mahsuldar, feyyaz, gür; Urdu: زرخیز; Vietnamese: màu mỡ; Yiddish: פֿרוכטבאַר; Zazaki: mexel, xesad