υπόπικρος

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπόπικρος, -ον, ΝΑ πικρός
ο κάπως πικρός, πικρούτσικος.
επίρρ...
ὑποπίκρως Μ
κάπως πικρά.