ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young
-η, -ο, Νκάπως πικρός, υπόπικρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πικρός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].