υπόρριζος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑπόρριζος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που βρίσκεται κάτω από τις ρίζες
2. αυτός που έχει βαθιές ρίζες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπόρριζο
μαθημ. αριθμός ή αλγεβρική παράσταση που γράφεται κάτω από το σύμβολο της ρίζας
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. δευτερεύουσα ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -ρριζος (< ῥίζα), πρβλ. σύρριζος].