υστερόφωνος

From LSJ

αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον
η αντήχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φωνος
(< φωνή), πρβλ. ἀγριόφωνος, ὁμόφωνος].