υστερόφωνος

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αντηχεί μετά από κάποιον άλλο
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑστερόφωνον
η αντήχηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -φωνος
(< φωνή), πρβλ. ἀγριόφωνος, ὁμόφωνος].