υφυπουργός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
Greek Monolingual
ο, η, Ν
κρατικός λειτουργός που δραστηριοποιείται δίπλα στον υπουργό και είναι επικεφαλής υπηρεσιών και κλάδων ή, σπανιότερα, αυτοτελούς υφυπουργείου, της κεντρικής κρατικής διοίκησης και του οποίου η θέση και οι αρμοδιότητες συμπίπτουν κατά μεγάλο μέρος με εκείνες του υπουργού στον οποίο υπάγεται, αλλά δεν είναι, από το Σύνταγμα, μέλος του υπουργικού συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + υπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θ. Ν. Φλογαΐτη].