υφυπουργός

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57

Greek Monolingual

ο, η, Ν
κρατικός λειτουργός που δραστηριοποιείται δίπλα στον υπουργό και είναι επικεφαλής υπηρεσιών και κλάδων ή, σπανιότερα, αυτοτελούς υφυπουργείου, της κεντρικής κρατικής διοίκησης και του οποίου η θέση και οι αρμοδιότητες συμπίπτουν κατά μεγάλο μέρος με εκείνες του υπουργού στον οποίο υπάγεται, αλλά δεν είναι, από το Σύνταγμα, μέλος του υπουργικού συμβουλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + υπουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Θ. Ν. Φλογαΐτη].