υψίκομπος

Greek Monolingual

-ον, Μ
κομπορρήμων, αλαζόνας.
επίρρ...
ὑψικόμπως Α
με κομπορρημοσύνη, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + κόμπος «κομπασμός» (πρβλ. πολύκομπος)].