υψίλυχνος

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που φωτίζει ψηλά
2. (σε συνεκφορά με την λ. αυγή) φωτισμός με λυχνία που κρέμεται ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + λύχνος.