φάτνωσις
From LSJ
English (LSJ)
-εως, ἡ, ceiling in coffers, LXX 3 Ki.6.14(9) cod.A (pl.), Sm.Ca.1.17.
Greek (Liddell-Scott)
φάτνωσις: -εως, ἡ, ὀροφὴ μετὰ τῶν φατνωμάτων, Σύμμ. ἐν Παλ. Διαθ., Εὐσ. ἐν Βίῳ Κωνσταντ. 3, 49.
Greek Monolingual
-ώσεως, ἡ, ΜΑ
βλ. φάτνωση.