φάτνωση
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
η / φάτνωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[φατνῶ / -ώνω]]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φατνώνω
νεοελλ.
αρχιτ. διακόσμηση οροφής με φατνώματα.