φερμάρω
From LSJ
Greek Monolingual
Ν
1. παρακολουθώ κάποιον ή κάτι με προσοχή, ανιχνεύω, ιχνηλατώ
2. βάζω τροχοπέδη, τροχοπεδώ, φρενάρω
3. μτφ. ενεδρεύω, καραδοκώ
4. (το β' εν. προστ.) φέρμα
(ως παράγγελμα σε οδηγό οχήματος) σταμάτα, στοπ!
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fermare «σταματώ, κρατώ» (πρβλ. τη φρ. fermare l' attenzione «παρατηρώ με προσοχή»)].