ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
[Seite 1277] s. φιλέω.
φίλημι: (φῐ) эол. Sappho = φιλέω.
φίλημι: ἴδε φιλέω.
Α(αιολ. τ.) βλ. φιλώ.