φαινομένως
From LSJ
English (LSJ)
Adv., apparently, opp. ὡς ἀληθῶς, Procl. in Prm. p.499 S.; opp. ἀφανῶς, ib.p.618 S.; φ. καὶ εἰδωλικῶς Id. in R.1.77K.
Greek (Liddell-Scott)
φαινομένως: Ἐπίρρ., ἴδε φαίνω Β. ΙΙ. 2. 8.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. κατά τα φαινόμενα, φαινομενικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόμενος, μτχ. ενεστ. του ρ. φαίνομαι + επιρρμ. κατάλ. -ως].