φανομηρίς

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

German (Pape)

[Seite 1254] ἡ, = φαινομηρίς, Poll. 7, 55 steht jetzt φανομήριδες.