φαντασιοπληξία

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ενέργεια ή σκέψη φαντασιόπληκτου, φαντασιοκοπία
2. ιδιότροπη εκδήλωση, εκκεντρικότητα, καπρίτσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασιόπληκτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1851 στον Ι. Ισ. Σκυλίσση].