φαρμακομανής
From LSJ
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. ιατρ. αυτός που πάσχει από φαρμακομανία
2. (γενικά) αυτός που πιστεύει υπερβολικά στις θεραπευτικές ιδιότητες τών φαρμάκων και τά συνιστά σε άλλους ανεπιφύλακτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακο + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκομανής].