φερεπτέρυξ

From LSJ

ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετή βροτοῖς → man's greatest weapon is virtue, virtue is the greatest weapon for mortals

Source

German (Pape)

υγος, Flügel tragend, gefiedert, ὀϊστοί Opp. Hal. 2.482.

Greek Monolingual

-υγος, ὁ, ἡ, Α
φερέπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + πτέρυξ (πρβλ. λευκοπτέρυξ, τανυπτέρυξ)].