φερέπτερος
From LSJ
Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
English (LSJ)
φερέπτερον, bearing wings, winged, Max.610: gen. pl. φερεπτερύγων from φερε-πτέρῠγος, ον, or φερε-πτέρυξ, ὁ, ἡ, Opp.H. 2.482.
German (Pape)
[Seite 1261] = Folgdm, Maxim. καταρχ. 609.
Greek (Liddell-Scott)
φερέπτερος: -ον, ὁ φέρων πτερά, πτεροφόρος, Μάξιμ. π. καταρχ. 610· ― γεν. πληθ. φερεπτερύγων ἀπαντᾷ παρ’ Ὀππ. ἐν Ἁλ. 2. 482, ἐξ ὀνομαστ. φερεπτέρυγος, ον, ἢ φερεπτέξυξ, ὁ, ἡ.
Greek Monolingual
-ον, Α
φτερωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή του α' συνθετικού βλ. λ. φέρω) + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. τανυσίπτερος].