φευγαλέος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο, Ν
1. αυτός που διαφεύγει
2. στιγμιαίος («φευγαλέα ματιά»)
3. μτφ. αμυδρός, ανεπαίσθητος, ασαφής.
επίρρ...
φευγαλέα Ν
με φευγαλέο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φεύγω + κατάλ. -αλέος (πρβλ. πειναλέος). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Χαρ. Άννινο].