ανεπαίσθητος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεπαίσθητος, -ον) επαισθάνομαί
μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει
νεοελλ.
μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος.
-η, -ο (Α ἀνεπαίσθητος, -ον) επαισθάνομαί
μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει
νεοελλ.
μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος.