ανεπαίσθητος

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπαίσθητος, -ον) επαισθάνομαί
μη αισθητός, εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να αισθανθεί ή να παρατηρήσει
νεοελλ.
μτφ. ελάχιστος, ασήμαντος.