φευκταίος

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) αποτρόπαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φευκτός + κατάλ. -αῖος].