ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
η, Νναυτ. (κν. ονομ.) ο επισείων.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως].