φιάμολα

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ναυτ. (κν. ονομ.) ο επισείων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. ιταλ. προελεύσεως].