επισείων

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152

Greek Monolingual

ο (γεν. -οντος) (Α ἐπισείων)
νεοελλ.
ναυτ. στενή και επιμήκης ταινία πάνω στον ιστό πολεμικού πλοίου, ως διακριτικό σημείο της ιδιότητάς του, κν. φιάμολα, φιλάντρα
αρχ.
1. σημαία (βλ. παράσειον)
2. (στην αρχ. κωμωδία) προσωπείο γέροντα με μακριά γενειάδα.