Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιέστα

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526

Greek Monolingual

και φέστα, η, Ν
1. γιορτή, πανηγύρι
2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. του επίθ. festus «εορταστικός»].