φιέστα

From LSJ

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

και φέστα, η, Ν
1. γιορτή, πανηγύρι
2. μτφ. δυσάρεστη ιστορία ή περιπλοκή που επιφέρει διασυρμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. fiesta, ιταλ. festa < λατ. festum «γιορτή», ουδ. του επίθ. festus «εορταστικός»].