φιλμοθήκη

From LSJ

οἱ τὰ βήματα κατατετριφότες → constant frequenters of the tribunal

Source

Greek Monolingual

η, Ν
θήκη ταινιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλμ + συνδετικό φωνήεν -ο- + θήκη (πρβλ. δισκοθήκη)].