φιλοβούπαις
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. παιδος, loving full-grown boys, AP12.255 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1278] erwachsene, mannbare Knaben liebend, Strat. 94 (XII, 255).
Russian (Dvoretsky)
φιλοβούπαις: παιδος adj. любящий рослых мальчиков Anth.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοβούπαις: ὁ, ἡ, ὁ φιλῶν τοὺς ἀνεπτυγμένους παῖδας, τοὺς ἐφήβους, Ἀνθ. Π. 12. 255.
Greek Monolingual
-παιδος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που του αρέσουν οι έφηβοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + βούπαις «έφηβος, παληκαρόπουλο»].