ναύλωση
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
η
έγγραφη σύμβαση με την οποία ο ένας συμβαλλόμενος αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαθέσει στον άλλο το πλοίο του για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου και συμφωνείται το ανάλογο χρηματικό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναυλώνω. Η λ., στον λόγιο τ. ναύλωσις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].