φιλοπολέμως Search Google

From LSJ

ἴσον ἔχουσαν πατρὶ μένος καὶ ἐπίφρονα βουλήν (Hesiod, Theogony 896) → equal to her father in strength and in wise understanding (on Athena necklace)

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
d'un caractère belliqueux.
Étymologie: φιλοπόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

φιλοπολέμως: воинственно или с задором (φ. καὶ φιλοκινδύνως Isocr.).

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. φιλοπόλεμος.