φιλοτιμίως

From LSJ

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φιλοτίμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του επιρρ. φιλοτίμως, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. φιλοτίμιος (< φιλ(ο)- + τίμιος)].