φιλόλαος
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
English (LSJ)
φιλόλαον, loving the people, title of Asclepius in Laconia, Paus.3.23.9.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόλᾱος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν λαόν, Συλλ. Ἐπιγραφ. 9904, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόλαος, -ον, ΝΑ
αυτός που αγαπά τον λαό, φίλος του λαού
αρχ.
(το αρσ.) προσωνυμία του Ασκληπιού στη Λακωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + λαός.