φιλόλυρος
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
φιλόλυρον, lyre-loving, Epich.91.
German (Pape)
[Seite 1282] die Leier liebend, Epicharm. bei Hephaest. p. 5.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόλῠρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν λύραν, Ἐπίχαρμ. 69 Ahr.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που του αρέσει η λύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λυρος (< λύρα), πρβλ. κακό-λυρος].